μαυροφόρετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυροφόρετος η μαυροφόρετη το μαυροφόρετο
      γενική του μαυροφόρετου της μαυροφόρετης του μαυροφόρετου
    αιτιατική τον μαυροφόρετο τη μαυροφόρετη το μαυροφόρετο
     κλητική μαυροφόρετε μαυροφόρετη μαυροφόρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυροφόρετοι οι μαυροφόρετες τα μαυροφόρετα
      γενική των μαυροφόρετων των μαυροφόρετων των μαυροφόρετων
    αιτιατική τους μαυροφόρετους τις μαυροφόρετες τα μαυροφόρετα
     κλητική μαυροφόρετοι μαυροφόρετες μαυροφόρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυροφόρετος < μαυροφορώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

μαυροφόρετος

Πηγές[επεξεργασία]

  • μαυροφόρετος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]