μαχμουρλίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαχμουρλίδικος < μαχμουρλής
Επίθετο[επεξεργασία]
μαχμουρλίδικος-ια-ικο
- που σχετίζεται με την ατονία εκείνου που έχει μόλις ξυπνήσει