μελιτζανοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελιτζανοσαλάτα | οι | μελιτζανοσαλάτες |
γενική | της | μελιτζανοσαλάτας | — | |
αιτιατική | τη | μελιτζανοσαλάτα | τις | μελιτζανοσαλάτες |
κλητική | μελιτζανοσαλάτα | μελιτζανοσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελιτζανοσαλάτα < μελιτζάν(α) + -ο- + -σαλάτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελιτζανοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σαλάτα που βασίζεται στη σάρκα μελιτζάνας ψημένης στα κάρβουνα, στο φούρνο ή στη φλόγα, που ψιλοκόβουμε ή πολτοποιούμε και στην οποία προσθέτουμε αλάτι, ξίδι, ελαιόλαδο, και πολτοποιημένο ή πολύ ψιλοκομμένο σκόρδο
- μπορούμε να γαρνίρουμε τη μελιτζανοσαλάτα με ψιλοκομμένα φύλλα δυόσμου και τρίμματα τυριού φέτας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελιτζανοσαλάτα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σαλάτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)