μελιτζάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελιτζάνα | οι | μελιτζάνες |
γενική | της | μελιτζάνας | των | (μελιτζανών) |
αιτιατική | τη | μελιτζάνα | τις | μελιτζάνες |
κλητική | μελιτζάνα | μελιτζάνες | ||
Η γεν. πληθ. είναι δύσχρηστη. Μερικοί ομιλητές χρησιμοποιούν τον τύπο μελιτζάνων | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελιτζάνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελιτζάνα < ιταλική με αραβική προέλευση. Συγγγενές το βαζάνι → δείτε τη λέξη μελιτζάνα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.liˈd͡za.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λι‐τζά‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελιτζάνα θηλυκό
- (φυτό) κοινή ονομασία του Solanum melongena
- (λαχανικό) ο εδώδιμος καρπός του παραπάνω φυτού. Έχει χρώμα μοβ, βαθύ μοβ, μοβ με άσπρες γραμμές αλλά και βαθύ γαλάζιο, κόκκινο, λευκό ή και κιτρινωπό και σχήμα ωοειδές, κυλινδρικό ή σφαιρικό σε ποικίλα μεγέθη ανάλογα. Ο καρπός δεν τρώγεται ωμός, αλλά ψητός, τηγανιτός, βραστός, σαλάτα και στο ξύδι (τουρσί) και χρησιμοποιείται ως βασικό συστατικό σε πολλά λαδερά φαγητά (μουσακάς, ιμάμ μπαϊλντί, μπριάμ, παπουτσάκια κ.λπ.)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μελιτζάνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελιτζάνα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελιτζάνα < μαντζιτζάνιν, με την επίδραση από την ιταλική melanzana (από διαλεκτικούς τύπους, με την επίδραση του mela) ή κατ' άλλη άποψη με παρετυμολογική σύνδεση προς το μέλας (μαύρος) ή μέλι. Kαι τα δύο < αραβική باذنجان (baadhinjaan) < περσική بادنگان (bâdengân) < σανσκριτική ς προέλευσης. [1][2][3]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελιτζάνα θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μελιτζάνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μελιτζάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λαχανικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φυτά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)