μερωνυμία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μερωνυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meronymy < αρχαία ελληνική μέρος + -ωνυμία (ὄνομα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μερωνυμία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η σημασιολογική σχέση δύο λεξημάτων που το ένα είναι μέρος (τμήμα) του άλλου
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μερωνυμικός
- μερώνυμο
- → δείτε τις λέξεις μέρος και όνομα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- μερωνυμία - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωνυμία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)