μετάβασις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάβασῐς αἱ μεταβάσεις
      γενική τῆς μεταβάσεως τῶν μεταβάσεων
      δοτική τῇ μεταβάσει ταῖς μεταβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετάβασῐν τὰς μεταβάσεις
     κλητική ! μετάβασῐ μεταβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταβάσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετάβασις < μεταβαίνω + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάβασις θηλυκό

  1. μετάβαση
  2. μεταφορά
  3. μετακίνηση
  4. αλλαγή

Πηγές[επεξεργασία]