μεταμοσχευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταμοσχευτικός < μεταμοσχεύω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταμοσχευτικός
- που έχει σχέση με μεταμόσχευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταμοσχευτικός
|