μεταμυθοπλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταμυθοπλασία < μετα- + μυθοπλασία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική metafiction)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.mi.θo.plaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐μυ‐θο‐πλα‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταμυθοπλασία θηλυκό
- (λογοτεχνία) λογοτεχνικό είδος που ασχολείται με την αυτοαναφορικότητα καθώς και με την αποδόμηση των παραδοσιακών αφηγηματικών τεχνικών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταμυθοπλασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)