μηχανοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μηχανοφόρος, -ος ή -α, -ο
- αυτός που φέρει μηχανή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηχανοφόρος
|
μηχανοφόρος, -ος ή -α, -ο
|