μηχανόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηχανόσημο | τα | μηχανόσημα |
γενική | του | μηχανόσημου & μηχανοσήμου |
των | μηχανόσημων & μηχανοσήμων |
αιτιατική | το | μηχανόσημο | τα | μηχανόσημα |
κλητική | μηχανόσημο | μηχανόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανόσημο ουδέτερο
- είδος χαρτόσημου που χρησιμοποιόταν σε διάφορες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα στην αίτηση άδειας ίδρυσης επιχείρησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανόσημο
|