μικροβιομήχανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μικροβιομήχανος οι μικροβιομήχανοι
      γενική του/της
του
μικροβιομηχάνου
μικροβιομήχανου
των μικροβιομηχάνων
μικροβιομήχανων
    αιτιατική τον/τη μικροβιομήχανο τους/τις
τους
μικροβιομηχάνους
μικροβιομήχανους
     κλητική μικροβιομήχανε μικροβιομήχανοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροβιομήχανος < μικρο- + βιομήχανος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]