μικροδερμαπόξεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροδερμαπόξεση | οι | μικροδερμαποξέσεις |
γενική | της | μικροδερμαπόξεσης* | των | μικροδερμαποξέσεων |
αιτιατική | τη | μικροδερμαπόξεση | τις | μικροδερμαποξέσεις |
κλητική | μικροδερμαπόξεση | μικροδερμαποξέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροδερμαποξέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροδερμαπόξεση < μικρο- + δέρμα + -ο- + απόξεση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microdermabrasion)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροδερμαπόξεση θηλυκό
- (νεολογισμός) (ιατρική) διαδικασία ή μέθοδος απομάκρυνσης της εξωτερικής στιβάδας του δέρματος για ιατρικούς ή αισθητικούς σκοπούς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροδερμαπόξεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)