μονομεθοδολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονομεθοδολογικός < μονο- + μεθοδολογικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μονομεθοδολογικός, -ή, -ό
- που γίνεται / διεξάγεται με μία μόνο μέθοδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονομεθοδολογικός
|