μονώνυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονώνυμο < μόνος + -ώνυμο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monomial)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονώνυμο ουδέτερο
- (μαθηματικά) το γινόμενο μιας σταθεράς με μια μεταβλητή υψωμένη σε οποιαδήποτε φυσική δύναμη
- το άθροισμα μονωνύμων της ίδιας μεταβλητής αλλά διαφορετικού βαθμού είναι πολυώνυμο