μορφομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphometry[1] / morphometrics ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική morphométrie[1] < αρχαία ελληνική μορφή + μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορφομετρία θηλυκό
- (επιστημονικός όρος) η μέτρηση της εξωτερικής μορφής και των διαστάσεων ζωντανών οργανισμών, γεωλογικών σχηματισμών ή διαφόρων αντικειμένων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μορφομετρικός
- → δείτε τις λέξεις μορφή και μέτρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Morphometrics στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφομετρία
- ↑ 1,0 1,1 μορφομετρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστημονικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)