μοτοσικλετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοτοσικλετισμός < μοτοσικλέτα + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική motocyclisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοτοσικλετισμός αρσενικό
- η ενασχόληση με τη μοτοσικλέτα σε ερασιτεχνική βάση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοτοσικλετισμός