μουντάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουντάρισμα < μουντάρω + -ισμα < μεσαιωνική ελληνική μουντάρω < ιταλική montare < λατινική mons (βουνό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουντάρισμα ουδέτερο
- (ιδιωματισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μουντάρω, αιφνιδιαστική επίθεση, εφόρμηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουντάρισμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)