μουσειοπαιδαγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσειοπαιδαγωγικός η μουσειοπαιδαγωγική το μουσειοπαιδαγωγικό
      γενική του μουσειοπαιδαγωγικού της μουσειοπαιδαγωγικής του μουσειοπαιδαγωγικού
    αιτιατική τον μουσειοπαιδαγωγικό τη μουσειοπαιδαγωγική το μουσειοπαιδαγωγικό
     κλητική μουσειοπαιδαγωγικέ μουσειοπαιδαγωγική μουσειοπαιδαγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσειοπαιδαγωγικοί οι μουσειοπαιδαγωγικές τα μουσειοπαιδαγωγικά
      γενική των μουσειοπαιδαγωγικών των μουσειοπαιδαγωγικών των μουσειοπαιδαγωγικών
    αιτιατική τους μουσειοπαιδαγωγικούς τις μουσειοπαιδαγωγικές τα μουσειοπαιδαγωγικά
     κλητική μουσειοπαιδαγωγικοί μουσειοπαιδαγωγικές μουσειοπαιδαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσειοπαιδαγωγικός < μουσείο + παιδαγωγικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μουσειοπαιδαγωγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]