Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπάντζο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάντζο τα μπάντζα
      γενική του μπάντζου των μπάντζων
    αιτιατική το μπάντζο τα μπάντζα
     κλητική μπάντζο μπάντζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπάντζο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπάντζο < (άμεσο δάνειο) αγγλική banjo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈban.d͡zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπάντζο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπάντζο ουδέτερο

  • έγχορδο μουσικό όργανο, σαν την κιθάρα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • banjo στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]