μπαστναζίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαστναζίτης < γαλλική bastnäsite / bastnaesite < σουηδική Bastnäs (ονομασία ορυχείου κοντά στο Riddarhyttan, Västmanland, στη Σουηδία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαστναζίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ανθρακικό / φθοριούχο ορυκτό των σπανίων γαιών δημητρίου, υττρίου και λανθανίου
- ※ Τα ορυκτά που συνήθως απαντούν στα κοιτάσματα των σπανίων γαιών είναι ο μπαστναζίτης, ο μοναζίτης και το ξενότιμο. Ο μπαστναζίτης (bastnäsite) έχει χημικό τύπο LaCO3F, όπου το La συμβολίζει τις λανθανίδες, ο μοναζίτης (monazite) έχει χημικό τύπο LaPO4, όπου το La αντιπροσωπεύει τα στοιχεία Ce, La, Nd και Pr και το ξενότιμο (xenotime) έχει γενικό χημικό τύπο LaPO4, αλλά και YPO4 επειδή περιέχει κυρίως Y. Aποθαρρυντικός παράγοντας για την εκμετάλλευση και επεξεργασία των κοιτασμάτων, αποτελεί η παρουσία ραδιενεργών στοιχείων. (Ευστράτιος Φ. Άτσαλος, Οι σπάνιες γαίες στην παγκόσμια οικονομία, διπλ. εργασία ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2017 *)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαστναζίτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουηδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)