μπαστναζίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαστναζίτης οι μπαστναζίτες
      γενική του μπαστναζίτη των μπαστναζιτών
    αιτιατική τον μπαστναζίτη τους μπαστναζίτες
     κλητική μπαστναζίτη μπαστναζίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαστναζίτης < γαλλική bastnäsite / bastnaesite < σουηδική Bastnäs (ονομασία ορυχείου κοντά στο Riddarhyttan, Västmanland, στη Σουηδία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαστναζίτης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]