λανθάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λανθάνιο < αρχαία ελληνική λανθάνειν, παραμένω κρυμμένος, απαρατήρητος από κάποιον
- Το όνομα δόθηκε το 1839 από τον Σουηδό επιστήμονα Carl Gustav Mosander εξαιτίας της δυσκολίας να απομονώσει αυτό το στοιχείο, που παρέμενε κρυμμένο μέσα στο οξείδιο του δημητρίου.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λανθάνιο ουδέτερο στον ενικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λανθάνιο | τα | λανθάνια |
γενική | του | λανθάνιου & λανθανίου |
των | λανθάνιων & λανθανίων |
αιτιατική | το | λανθάνιο | τα | λανθάνια |
κλητική | λανθάνιο | λανθάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 57 και χημικό σύμβολο το La
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
λανθάνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λανθάνιο
|