μπουγαρινιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουγαρινιά οι μπουγαρινιές
      γενική της μπουγαρινιάς των μπουγαρινιών
    αιτιατική την μπουγαρινιά τις μπουγαρινιές
     κλητική μπουγαρινιά μπουγαρινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουγαρινιά < μπουγαρίνι + -ιά < βενετική bugarin[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουγαρινιά θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]