μπουγαρίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουγαρίνι τα μπουγαρίνια
      γενική του μπουγαρινιού των μπουγαρινιών
    αιτιατική το μπουγαρίνι τα μπουγαρίνια
     κλητική μπουγαρίνι μπουγαρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουγαρίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική bugarin + [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bu.ɣaˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐γα‐ρί‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουγαρίνι ουδέτερο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μπουγαρίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ. 106 μπουγαρίνιBoerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.