γιασεμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γιασεμή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιασεμί τα γιασεμιά
      γενική του γιασεμιού των γιασεμιών
    αιτιατική το γιασεμί τα γιασεμιά
     κλητική γιασεμί γιασεμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Jasminum sambac

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιασεμί < (άμεσο δάνειο) τουρκική yasemin[1] [2] < αραβική ياسمين (yāsamīn) < περσική یاسمین (yâsamin) / یاسمن (yâsama) < μέση περσική yʾsmn' (yāsaman)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιασεμί ουδέτερο

  1. (λουλούδι) αναρριχώμενος θάμνος του γένους Ίασμος, αγγειόσπερμων δικότυλων θαμνωδών καλλωπιστικών φυτών, της οικογένεια των Ελαιοειδών (Oleaceae). Συνήθως αειθαλή (αλλά και φυλλοβόλο) με μικρά άσπρα ή κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια
    ⮡  χιώτικο γιασεμί
    ※  Για έντονη ανθοφορία και άρωμα, προτείνεται το γιασεμί, χιώτικο και αράπικο, καθώς και το ρυγχόσπερμο. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. (προσφώνηση, μεταφορικά, οικείο) προσφώνηση αγαπημένου προσώπου
    ※  Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, ήρθα να το κλαδέψω, / και νόμισε η μάνα σου, γιασεμί μου, πως ήρθα να σε κλέψω. (Από δημοτικό τραγούδι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. γιασεμί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.