ιασμέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιασμέλαιο | τα | ιασμέλαια |
γενική | του | ιασμέλαιου & ιασμελαίου |
των | ιασμέλαιων & ιασμελαίων |
αιτιατική | το | ιασμέλαιο | τα | ιασμέλαια |
κλητική | ιασμέλαιο | ιασμέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιασμέλαιο < ελληνιστική κοινή ἰασμέλαιον < αρχαία ελληνική ἰάσμη + ἔλαιον, μορφολογικά αναλύεται ἰάσμ(η) + -έλαιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιασμέλαιο ουδέτερο
- αιθέριο έλαιο που παράγεται από τα άνθη του γιασεμιού και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιασμέλαιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έλαιο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)