μυλομαραγκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυλομαραγκός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο μαραγκός που έχει εξειδίκευση στις ξυλουργικές εργασίες που απαιτούνται για την κατασκευή, ανακατασκευή ή συντήρηση κάποιου μύλου
- ※ Τα μυστικά του μυλομαραγκού τείνουν να περάσουν στη λήθη μαζί με τους ίδιους τους μύλους. (εφ. Καθημερινή, 08.12.2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυλομαραγκός
|