μυοχαλαρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυοχαλαρωτικός η μυοχαλαρωτική το μυοχαλαρωτικό
      γενική του μυοχαλαρωτικού της μυοχαλαρωτικής του μυοχαλαρωτικού
    αιτιατική τον μυοχαλαρωτικό τη μυοχαλαρωτική το μυοχαλαρωτικό
     κλητική μυοχαλαρωτικέ μυοχαλαρωτική μυοχαλαρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυοχαλαρωτικοί οι μυοχαλαρωτικές τα μυοχαλαρωτικά
      γενική των μυοχαλαρωτικών των μυοχαλαρωτικών των μυοχαλαρωτικών
    αιτιατική τους μυοχαλαρωτικούς τις μυοχαλαρωτικές τα μυοχαλαρωτικά
     κλητική μυοχαλαρωτικοί μυοχαλαρωτικές μυοχαλαρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυοχαλαρωτικός < μυο- + χαλαρωτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μυοχαλαρωτικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]