μωρόσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μωρόσοφος < ελληνιστική κοινή μωρόσοφος
Επίθετο
[επεξεργασία]μωρόσοφος
- (λόγιο) ο δοκησίσοφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μωρόσοφος
|