νεκρογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεκρογενής | η | νεκρογενής | το | νεκρογενές |
γενική | του | νεκρογενούς* | της | νεκρογενούς | του | νεκρογενούς |
αιτιατική | τον | νεκρογενή | τη | νεκρογενή | το | νεκρογενές |
κλητική | νεκρογενή(ς) | νεκρογενής | νεκρογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεκρογενείς | οι | νεκρογενείς | τα | νεκρογενή |
γενική | των | νεκρογενών | των | νεκρογενών | των | νεκρογενών |
αιτιατική | τους | νεκρογενείς | τις | νεκρογενείς | τα | νεκρογενή |
κλητική | νεκρογενείς | νεκρογενείς | νεκρογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]νεκρογενής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεκρογενής
|