νεοεβραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοεβραίος οι νεοεβραίοι
      γενική του νεοεβραίου των νεοεβραίων
    αιτιατική τον νεοεβραίο τους νεοεβραίους
     κλητική νεοεβραίε νεοεβραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

νεοεβραίος < νεο- + Εβραίος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική New Jew)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεοεβραίος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]