νοούμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νοούμενο | τα | νοούμενα |
γενική | του | νοούμενου & νοουμένου |
των | νοούμενων & νοουμένων |
αιτιατική | το | νοούμενο | τα | νοούμενα |
κλητική | νοούμενο | νοούμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νοούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος νοώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοούμενο ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοούμενο
|