Μετάβαση στο περιεχόμενο

νοσογόνος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσογόνος η νοσογόνος
& νοσογόνα
το νοσογόνο
      γενική του νοσογόνου της νοσογόνου
& νοσογόνας
του νοσογόνου
    αιτιατική τον νοσογόνο τη νοσογόνο
& νοσογόνα
το νοσογόνο
     κλητική νοσογόνε νοσογόνε
& νοσογόνα
νοσογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσογόνοι οι νοσογόνοι
& νοσογόνες
τα νοσογόνα
      γενική των νοσογόνων των νοσογόνων των νοσογόνων
    αιτιατική τους νοσογόνους τις νοσογόνους
& νοσογόνες
τα νοσογόνα
     κλητική νοσογόνοι νοσογόνοι
& νοσογόνες
νοσογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νοσογόνος < νόσος + -γόνος (γεννώ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

νοσογόνος, -ος/-α, -ο

  • που προκαλεί μια νόσο
    νοσογόνοι παράγοντες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]