νοσογόνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]νοσογόνος, -ος/-α, -ο
- που προκαλεί μια νόσο
- νοσογόνοι παράγοντες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοσογόνος
|
νοσογόνος, -ος/-α, -ο
|