νωμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νωμίτης | οι | νωμίτες |
γενική | του | νωμίτη | των | νωμιτών |
αιτιατική | τον | νωμίτη | τους | νωμίτες |
κλητική | νωμίτη | νωμίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νωμίτης < νώμος + -ίτης < ώμος < αρχαία ελληνική ὦμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νωμίτης αρσενικό
- (ενδυμασία) το τμήμα ενός ρούχου γύρω από τον ώμο
- ύφασμα που τοποθετείται διπλωμένο στον ώμο από αχθοφόρους, για να μεταφερθεί ευκολότερα κάποιο βάρος ακουμπισμένο στον ώμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ώμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νωμίτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)