ξινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksiˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐νά
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξινά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξινά
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ξινά | ||
γενική | των | ξινών | ||
αιτιατική | τα | ξινά | ||
κλητική | ξινά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ξινά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ξινός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξινά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (οικείο, φρούτο) τα εσπεριδοειδή φρούτα, όπως το λεμόνι, που έχουν ξινή γεύση
- (μεταφορικά) ερωτικά τερτίπια και απολαύσεις (συνήθως παράνομα και ασυνήθιστα)
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
ξινά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξινό, ουδέτερο του ξινός
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)