οδικός χάρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οδικός χάρτης | οι | οδικοί χάρτες |
γενική | του | οδικού χάρτη | των | οδικών χαρτών |
αιτιατική | τον | οδικό χάρτη | τους | οδικούς χάρτες |
κλητική | οδικέ χάρτη | οδικοί χάρτες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οδικός χάρτης < → δείτε τις λέξεις οδικός και χάρτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική road map)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
οδικός χάρτης αρσενικό
- χάρτης που δείχνει τις οδικές αρτηρίες μιας περιοχής καθώς και άλλες χρηστικές πληροφορίες
- (νεολογισμός, μεταφορικά) σχέδιο δράσης, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς ή αδρομερώς οι μελλοντικές ενέργειες που απαιτείται να γίνουν για ένα ζήτημα
- ※ Αν κι η συνάντηση διαμόρφωσε την «ατζέντα» της διυπουργικής -έγινε λόγος για «οδικό χάρτη» εξόδου της βιομηχανίας από την κρίση- ωστόσο φαίνεται πως το κλίμα ήταν καλό. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)