ατζέντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατζέντα | οι | ατζέντες |
γενική | της | ατζέντας | — | |
αιτιατική | την | ατζέντα | τις | ατζέντες |
κλητική | ατζέντα | ατζέντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατζέντα < (άμεσο δάνειο) αγγλική agenda < λατινική agenda, ουδέτερο του agendus, γερουνδιακό του ρήματος ago
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατζέντα θηλυκό
- ημερολόγιο μικρού μεγέθους με ειδικά σημεία για σημειώσεις
- (κατ’ επέκταση) προσωπικός τηλεφωνικός κατάλογος
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) τα θέματα προς συζήτηση σε μια (επίσημη) συνάντηση
- (κατ’ επέκταση) πράγματα που έχει σχεδιαστεί (ή πρέπει) να γίνουν σε συγκεκριμένο χρόνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- κρυφή ατζέντα: ο πραγματικός απώτερος στόχος κι όχι αυτό που έχει εξαγγελθεί ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική hidden agenda)
- Κρυφή ατζέντα για ευελιξία στην αγορά εργασίας. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)