οινοπνευματοποτείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οινοπνευματοποιείο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οινοπνευματοποτείο τα οινοπνευματοποτεία
      γενική του οινοπνευματοποτείου των οινοπνευματοποτείων
    αιτιατική το οινοπνευματοποτείο τα οινοπνευματοποτεία
     κλητική οινοπνευματοποτείο οινοπνευματοποτεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οινοπνευματοποτείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οἰνοπνευματοποτεῖον < οἰνοπνευματο- + ποτεῖον (πότ(ης + -εῖον) → δείτε τη λέξη τεϊοποτείο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οινοπνευματοποτείο ουδέτερο

  1. (λόγιο) (Κυρίως στην Κύπρο) κατάστημα όπου σερβίρεται οινόπνευμα
  2. (ειρωνικό) το μπαρ
παλαιότερη γραφή: οἰνοπνευματοποτεῖο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]