ολιγόλεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόλεπτος, -η, -ο
- που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας
- ο ομιλητής στην ολιγόλεπτη δευτερολογία του διευκρίνισε τις θέσεις του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόλεπτος
|