ολισθαίνων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολισθαίνων η ολισθαίνουσα το ολισθαίνον
      γενική του ολισθαίνοντος της ολισθαίνουσας
ολισθαινούσης*
του ολισθαίνοντος
    αιτιατική τον ολισθαίνοντα την ολισθαίνουσα το ολισθαίνον
     κλητική ολισθαίνων ολισθαίνουσα ολισθαίνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολισθαίνοντες οι ολισθαίνουσες τα ολισθαίνοντα
      γενική των ολισθαινόντων των ολισθαινουσών των ολισθαινόντων
    αιτιατική τους ολισθαίνοντες τις ολισθαίνουσες τα ολισθαίνοντα
     κλητική ολισθαίνοντες ολισθαίνουσες ολισθαίνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολισθαίνων ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]