ολόξενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόξενος η ολόξενη το ολόξενο
      γενική του ολόξενου της ολόξενης του ολόξενου
    αιτιατική τον ολόξενο την ολόξενη το ολόξενο
     κλητική ολόξενε ολόξενη ολόξενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόξενοι οι ολόξενες τα ολόξενα
      γενική των ολόξενων των ολόξενων των ολόξενων
    αιτιατική τους ολόξενους τις ολόξενες τα ολόξενα
     κλητική ολόξενοι ολόξενες ολόξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολόξενος < μεσαιωνική ελληνική ολόξενος < ολό- + ξένος

Επίθετο[επεξεργασία]

ολόξενος, -η, -ο


Μεταφράσεις[επεξεργασία]