ομφαλοπλακουντιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομφαλοπλακουντιακός < ομφαλός + -ο- + πλακουντιακός
Επίθετο
[επεξεργασία]ομφαλοπλακουντιακός
- που έχει σχέση με τον ομφαλό και τον πλακούντα, αναφέρεται σ’ αυτά ή προέρχεται απ’ αυτή την περιοχή
- ※ Στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών λειτουργεί η Ελληνική Τράπεζα Ομφαλοπλακουντιακού Αίματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 55 του ν. 3984/2011 και έχει άδεια λειτουργίας από το Υπουργείο Υγείας σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση με αριθμ. Υ4α/54760. (www.bioacademy.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομφαλοπλακουντιακός
|