ονειρωκτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειρωκτικός η ονειρωκτική το ονειρωκτικό
      γενική του ονειρωκτικού της ονειρωκτικής του ονειρωκτικού
    αιτιατική τον ονειρωκτικό την ονειρωκτική το ονειρωκτικό
     κλητική ονειρωκτικέ ονειρωκτική ονειρωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειρωκτικοί οι ονειρωκτικές τα ονειρωκτικά
      γενική των ονειρωκτικών των ονειρωκτικών των ονειρωκτικών
    αιτιατική τους ονειρωκτικούς τις ονειρωκτικές τα ονειρωκτικά
     κλητική ονειρωκτικοί ονειρωκτικές ονειρωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

ονειρωκτικός, -ή, -ό < ονείρωξη + -ικός, -ική, -ικό

Επίθετο[επεξεργασία]

ονειρωκτικός (el)

  1. οτιδήποτε σχετίζεται με ονείρωξη
    • ονειρωκτικός ύπνος
    • ονειρωκτικός λεκές στο σεντόνι
  2. (μεταφορικά) ο φλωρομαλ κας, ο ξενέρωτος
    • ο παθητικά-άεργα σφάλλων, ο σφάλλων λόγω αεργίας-αδράνειας