οξειδάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οξειδάνιο | τα | οξειδάνια |
γενική | του | οξειδάνιου & οξειδανίου |
των | οξειδάνιων & οξειδανίων |
αιτιατική | το | οξειδάνιο | τα | οξειδάνια |
κλητική | οξειδάνιο | οξειδάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξειδάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oxidane < oxide + -ane < ox(ygene) (< αρχαία ελληνική ὀξύς + γένος) + (ac)ide (< λατινική acidus < aceo)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξειδάνιο ουδέτερο
- (χημεία) το μονοξείδιο του διυδρογόνου, το νερό (h₂O)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)