οξυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυντικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
οξυντικός, -ή, -ό
- που οξύνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυντικός
|