οξύτονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οξύτονος | η | οξύτονη | το | οξύτονο |
γενική | του | οξύτονου | της | οξύτονης | του | οξύτονου |
αιτιατική | τον | οξύτονο | την | οξύτονη | το | οξύτονο |
κλητική | οξύτονε | οξύτονη | οξύτονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οξύτονοι | οι | οξύτονες | τα | οξύτονα |
γενική | των | οξύτονων | των | οξύτονων | των | οξύτονων |
αιτιατική | τους | οξύτονους | τις | οξύτονες | τα | οξύτονα |
κλητική | οξύτονοι | οξύτονες | οξύτονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οξύτονος, -η, -ο
- που τονίζεται στη λήγουσα