λήγουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λήγουσα | οι | λήγουσες |
γενική | της | λήγουσας | των | ληγουσών |
αιτιατική | τη | λήγουσα | τις | λήγουσες |
κλητική | λήγουσα | λήγουσες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λήγουσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λήγουσα θηλυκό
- (γραμματική) η τελευταία συλλαβή μιας λέξης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λήγων, λήγουσα, λήγον ως μετοχές
- παραλήγουσα
- προπαραλήγουσα