λήγουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λήγουσα < αρσενικό λήγ(ων + -ουσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈli.ɣu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λή‐γου‐σα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λήγουσα οι λήγουσες
      γενική της λήγουσας των ληγουσών
    αιτιατική τη λήγουσα τις λήγουσες
     κλητική λήγουσα λήγουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λήγουσα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

λήγουσα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λήγοντας
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λήγων

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λήγουσα: αρσενικό λήγ(ων) + -ουσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λήγουσ αἱ λήγουσαι
      γενική τῆς ληγούσης τῶν ληγουσῶν
      δοτική τῇ ληγούσ ταῖς ληγούσαις
    αιτιατική τὴν λήγουσᾰν τὰς ληγούσᾱς
     κλητική ! λήγουσ λήγουσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ληγούσ
γεν-δοτ τοῖν  ληγούσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λήγουσα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λήγω

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

λήγουσα