οπισθογωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπισθογωνία θηλυκό
- (νεολογισμός) η οδήγηση με την όπισθεν και η πραγματοποίηση στροφής σε γωνία, ως τμήμα της διαδικασίας εξέτασης για την άδεια οδήγησης
- Οι πρακτικές εξετάσεις γίνονται σε συγκεκριμένα σημεία μέσα στην πόλη, τα οποία τα γνωρίζουν οι δάσκαλοι, χαμηλής κυκλοφορίας, και με πολλές θέσεις παρκαρίσματος, ώστε να είναι εύκολο και να βρεις θέση για παρκάρισμα αλλά και να έχεις τον απαραίτητο χώρο στις γωνίες για να κάνεις την οπισθογωνία. Τα μέρη αυτά είναι στάνταρ και μπορείς να τα μάθεις εύκολα. (*)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπισθογωνία
|