ορνιθώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορνιθώνας < ελληνιστική κοινή ὀρνιθών (αιτιατική: ὀρνιθῶνα). [1] > ὄρνις και κατάληξη των λεγόμενων περιεκτικών -ών. Συγχρονικά αναλύεται σε όρνιθ(α) + -ώνας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.niˈθo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐νι‐θώ‐νας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορνιθώνας αρσενικό
- (λόγιο) κοτέτσι
- (συνεκδοχικά) περικλεισμένος χώρος όπου βόσκουν οι όρνιθες
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη όρνιθα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορνιθώνας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ορνιθώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)