ορομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορομετρία οι ορομετρίες
      γενική της ορομετρίας των ορομετριών
    αιτιατική την ορομετρία τις ορομετρίες
     κλητική ορομετρία ορομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορομετρία <
  1. όρ(ος) (βουνό) + -ο- + -μετρία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική orometry
  2. όρ(ος) (η λέξη που χρησιμοποιούμε για κάτι) + -ο- + -μετρία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική terminometry

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορομετρία θηλυκό

  1. (για τα βουνά) συνώνυμο του ορεομετρία
    → δείτε τη λέξη ορομετρικός (ορομετρικός χάρτης)
  2. (για την Ορολογία) η καταμέτρηση όρων μέσα σε κείμενα ή σε άλλα τεκμήρια λόγου με σκοπό, τη στατιστική μελέτη της χρήσης τους
    η ορομετρία για τα αρχαία κείμενα είναι πλέον αυτοποιημένη με τους υπολογιστές: μπορούμε να βρούμε πόσες φορές υπάρχει ο όρος «σοφία»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]