ουρητηρολιθοτριψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρητηρολιθοτριψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ureterolithotripsy < αρχαία ελληνική οὐρητήρ + λίθος + τρῖψις (τρίβω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρητηρολιθοτριψία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική επέμβαση για τη διάσπαση και την επακόλουθη αφαίρεση «λίθων» που υπάρχουν στον ουρητήρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρητηρολιθοτριψία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)